Είναι κάτι βράδια που νιώθεις όλο το μάταιο της ύπαρξης
να χαϊδεύει το γλυκό πρόσωπό σου
Να, σαν αυτές τις νύχτες που καθόμασταν ώρες στο πεζούλι,
προσπαθώντας να βρούμε αντικλείδια για μια πόρτα που ποτέ δεν θα άνοιγε
με τα πόδια γυμνά στα χώματα
και το κρύο σεντόνι της νύχτας να μας τυλίγει.
Πόσες και πόσες φορές δεν αναζητήσαμε
όλα τα σιωπηλά «γιατί», τα δειλά «δεν» και τα καταθλιπτικά «πρέπει»
σε κάποιο ραγισμένο αστέρι.
Ναι, σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά,
Να είχαν πάρει ίσως μια τροπή λιγότερο αδιάφορη
και περισσότερο χρωματιστή.
Όμως ο χρόνος είναι σαν την χαμένη πρώτη σου αγάπη.
Ποτέ δεν γυρίζει πίσω.
Και έτσι αναγκάζεσαι να προχωράς
σ’ έναν δρόμο που δεν έχει αφετηρία ή προορισμό.
να συνεχίζεις δίχως να γυρνάς πίσω το κεφάλι,
και να βρίζεις το δάκρυ που πάει να σπάσει στα μάτια σου.
Γιατί αν και ασήμαντος
είχες την ψύχωση να ονειρεύεσαι
και το θράσος να τραγουδάς την θλίψη.