Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Τρέχα στο άγνωστο, μα όταν φοβηθείς έλα στον γνώριμο μονοπάτι


Μ' ένα μπογαλάκι όνειρα ξεκίνησες τρελή ψυχή μου
ν' αναζητήσεις τον παράδεισο στο αχανές κάπου...
άφησες πίσω τους άγονους, κόκκινους κάμπους,
τους βασανιστικούς ελεύθερους ουρανούς
και τα ροζιασμένα χέρια του γείτονα.
Σ' ένα χαρτί έσπειρες όλες τις ελπίδες.
Και περίμενες...
Και ονειρευόσουν...


Και ήλπιζες...
σαν ξένος στο άγνωστο
δίχως όνομα, δίχως Εγώ
μόνο μ' ένα ζευγάρι μάτια γεμάτο απορίες
και κάτι σκισμένα παπούτσια.
Με την ελπίδα να σε περιγελά
και την μοίρα να φτιάχνει δικούς της κανόνες στο παιχνίδι...
Ναι, συνέχιζες να ονειρεύεσαι
πέρα από τους νεκρούς,
πέρα από τις σημαίες,
πέρα από τα συνθήματα.
Και άντεχες...
Και υπέμενες...
Και συνέχιζες...
Γιατί τόση ελευθερία ποτέ δεν σε φόβισε...
Γιατί ήξερες και μπορούσες…





...γιατί ήλπιζες ότι κάποιο γλυκό χάραμα θα γυρνούσες πίσω