Βρέχει…
Ο ουρανός σκοτείνιασε
Η πόλη πιο γκρίζα απ’ ότι συνήθως
Στο απέναντι μπαλκόνι μια γυναίκα μαζεύει
βιαστικά τα ρούχα,
ο γάτος έχει κουλουριαστεί στα πόδια μου
Και ‘γω ζωγραφίζω τη μορφή σου στο παγωμένο τζάμι
Που το χτυπάνε βίαια οι σταγόνες της βροχής.
Μία, ύστερα δύο, τέσσερις, οκτώ, δεκαέξι…
Χειμώνιασε…
Άραγε τι να κάνεις τώρα;
Ξέρω ότι σου άρεσε η βροχή…
Ξέρω ακόμα τι μουσική ακούς
Ξέρω τα αγαπημένα σου βιβλία
Ξέρω κάθε «μα», «ίσως» και «αλλά» σου
Όμως δεν ξέρω τι κάνεις τώρα.
Πού να είσαι;
Τι σκέφτεσαι; Μας σκέφτεσαι;
Έφυγες…
Συναντήθηκαν για λίγο οι δρόμοι μας
Και ύστερα,
Ύστερα τι;
Απλά χαθήκαμε, όπως χάθηκε και το καλοκαίρι μας
Και είναι ακόμα τόσα αυτά που ήθελα να σου πω…
Αυτά που ήθελα να κάνουμε μαζί…
Άραγε, θυμάσαι ότι μου είχες υποσχεθεί ένα ηλιοβασίλεμα;
Νύχτωσε…
Ναι, είναι αργά τώρα. Το γνωρίζω…
Όπως γνωρίζω ότι αυτά που γράφω είναι ό,τι χειρότερο έχω γράψει
Γιατί καμιά λέξη δεν είναι ικανή να περιγράψει όσα νιώθω…
Αντίο
Αύριο ίσως να σε δω κάπου τυχαία
Αύριο ίσως ο ουρανός να είναι πιο καθαρός
Τελικά δεν μπορούμε παρά να συνεχίσουμε να ζούμε…