Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Εξισώσεις αχρονικής ταλάντωσης

Κάθε βράδυ, λίγο πρίν κοιμηθείς, έρχονται κάποια δευτερόλεπτα σχετικά απειροελάχιστα, ίσως να συμπληρώνονται και λεπτά ή ώρες, που το μυαλό σου ταλαντεύεται κάπου ανάμεσα στο απόλυτο κενό και την πραγματικότητα. Δεν θες να κλάψεις, ούτε να γελάσεις. Δεν νιώθεις άγχος. Δεν νιώθεις τίποτα. Μόνο κάποιο άνετο μούδιασμα σε όλο σου το σώμα. Αφήνεσαι να επιπλέεις στο άπειρο του χρόνου. Η καρδιά σου εναρμονίζεται με τους χτύπους του ρολογιού. Bρίσκεσαι στην πιο ουδέτερη κατάσταση ύπαρξης από τότε που η παιδική σου αθωότητα μεταμορφώθηκε σε (αυτό)συνείδηση. Είναι κάτι δευτερόλεπτα σχετικά απειροελάχιστα, ίσως να συμπληρώνονται και λεπτά ή ώρες, που όλα είναι εντάξει. Δεν μοιάζουν. Είναι. Τώρα.

Είναι κάποια δευτερόλεπτα σχετικά απειροελάχιστα, μπορεί να συμπληρώνονται και λεπτά ή ώρες που μπορείς στο λευκό του ταβανιού να τοποθετήσεις τα πάντα στην πρώτη τους τάξη και την αταξία τους δημιουργώντας τα πιο ψυχεδελικά σχήματα. Σκέφτεσαι ο,τι δεν έχεις κάνει, ο,τι θα ήθελες να κάνεις, ο,τι θα έκανες αν τα πράγματα είχαν πάρει μια διαφορετική τροπή. Σκέφτεσαι ότι οι άνθρωποί σου, ήταν απλά άνθρωποι –χαμένοι στις δικές τους ανασφάλειες και φοβίες και δεν ήταν ποτέ «σου». Σκέφτεσαι πως η ζωή δεν μοιάζει με έναν Αύγουστο με γεύση από καρπούζια, και ούτε με ένα μπουγέλο του Ιούνη μετά το τέλος κάποιας σχολικής μέρας. Αλλά με έναν Οκτώβρη γεμάτο ξεκινήματα και αλλαγές στις οποίες δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς. Αναλύεις. Αμφιβάλλεις. Φοβάσαι. Δεν μπορείς να καταλάβεις. 

Μα όταν περνάνε αυτά τα απειροελάχιστα σχετικά δευτερόλεπτα, ίσως να συμπληρώνονται και λεπτά ή ώρες και χωρίς να το καταλάβεις θα έχει πλέον ξημερώσει μια καινούρια μέρα, τραγουδάς ξανά το ρεφραίν του αγαπημένου σου τραγουδιού και χτίζεις και πάλι οικειότητες. Βλέπεις ότι έχεις επιλογές. Πάντα είχες. Και τις ακολούθησες. Βλέπεις πως καμιά φορά δεν χρειάζεται καλοκαιριάτικος ήλιος, μα αρκούν τα πρωτοβρόχια που σε πιάνουν αδιάβαστο και ο υγρός άνεμος του Οκτώβρη που χτυπάει στο πρόσωπό σου. Βλέπεις ότι ακόμα και τα σύννεφα μέσα στο γκρίζο τους μεταμορφώνονται. Και αυτό είναι αρκετό για να μετουσιώσουν τα πάντα γύρω σου σε αγάπη. Βλέπεις πως αν ξεκολλήσεις από το γνώριμο παρελθόν, βρίσκεις μπροστά σου έναν άλλον ορίζοντα. Βλέπεις πως ο χρόνος κυλάει με τον ίδιο πάντα ρυθμό και μόνο προς μία κατεύθυνση - από το παρελθόν προς το μέλλον. Και εσύ προχωράς. Και ξεχνάς. Και ήδη κοντεύεις κάπου. Και ας νομίζεις ότι δεν έχεις φτάσει ούτε καν στα μισά. Και μην κλαις καρδιά μου που δεν μπορούν πλέον να σε ακούσουν όλοι εκείνοι που έμειναν πίσω. Πώς να ισοβαθμίσεις την συμπατική απόσταση που πλέον σας χωρίζει; Στην πρώτη δύσκολη στροφή θα βρεθεί άλλο χέρι να κρατήσεις. 

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Αλλά-ζω






Έχω πολύ καιρό να γράψω... Δεν έχω πια χρόνο. Αυτή η πόλη με κάποιον τρόπο ρουφάει και εξαφανίζει καθετί ανθρώπινο που έχει παραμείνει ξεχασμένο μέσα σου. Βρώμικα και άψυχα καφέ κτίρια. Άνθρωποι να τρέχουν πάνω-κάτω. Να προλάβουν να γεμίσουν την καθημερινότητά τους με αμέτρητες ώρες εργασίας σε κάποιο άψυχο γραφείο, με άσκοπες συνουσίες σε σώματα που δεν προλαβαίνεις να τα γευτείς, με βρώμικα μεθύσια και κενές συζητήσεις. Τρέχουμε. Και μαζί τρέχει και η ζωή. Και δεν προλαβαίνουμε γιατί έχουμε γεμάτες μέρες. Και ας παραμένουμε άδειοι. Και ας λείπει πάντα κάτι.

Όχι, δεν παραπονιέμαι. Πάντα ήθελα να φύγω. Πάντα θέλω να φεύγω. Με εκνευρίζει η μονιμότητα, η δύναμη της συνήθειας που πάντα είναι ικανή να σε παρασύρει. Εκείνο το παράξενο αίσθημα του να ανήκεις κάπου... Εγώ δεν ανήκω πουθενά. Ποτέ δεν άνηκα χωρίς να το επιδιώκω. Απλά συνέβαινε. Σε άλλη χώρα γεννήθηκα. Σε άλλη μεγάλωσα. Σε άλλη ζω. Πάντα στο αλλού. Και βρέθηκα να μαθαίνω κάθε φορά να περπατώ από την αρχή. Μόνη. Να σέρνω μια βαριά βαλίτσα γεμάτη όνειρα. Να χτίζω, και να γκρεμίζω. Να χαλάω και να ξαναφτιάχνω. Βρέθηκα να πηγαίνω όπου με φυσάει ο άνεμος. Βρέθηκα να διαβάζω τις αλλαγές του καιρού. Και να συλλέγω αλήτικα χαμόγελα, νύχτες γιασεμί, στιγμές πολύχρωμες και αγγίγματα που γίνονται αιώνιες χαραγματιές. Που να τα στριμώξω μέσα μου όλα αυτά; Πού να τα χώσω ώστε να μην χαθούν στο χάος αυτής της πόλης;   

Έμαθα πολλά. Μα ακόμα δεν έχω μάθει τους ανθρώπους. Χαμένα βλέμματα. Αβέβαιο περπάτημα. Μην τους κοιτάξεις στα μάτια. Θα παραξενευτούν. Θα φοβηθούν. Θα στρέψουν το κεφάλι να αγναντέψουν το μαύρο των παπουτσιών τους ή τις οθόνες των έξυπνων συσκευών τους. Ίσως κάποιοι μπουν στον πειρασμό να σε κοιτάξουν φευγαλέα με την άκρη των ματιών τους. Και ίσως κάποιοι λίγοι, οι πιο τρελοί και οι πιο θαρραλέοι θα θελήσουν να αγγίξουν την ψυχή σου. 

Και φοβάμαι. Φοβάμαι ότι κάθε μέρα που περνάει γίνομαι σαν και αυτούς. Χάνω όσα έχω και ξεχνάω όσα ξέρω.Φοράω την μάσκα μου. Χαμογελάω. Χορεύω στα πάρτι. Χάνομαι ανάμεσά τους. Προσπερνώ πρόσωπα. Προσπερνώ ζωές. Και δεν θέλω. Δεν θέλω να γίνω ό,τι φοβάμαι. Έτσι, απλά για μια γαμημένη επιβίωση. 

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

About the weight of an (in)existent love

Hold her as there is no tomorrow Grab her as this journey will never end As if the way from life to death has no in between stops
As if you have never known her before – or me
Kiss her as if I wasn't here And I never was A ghost captured in the desire of existence – your existence?
Love her like the bright morning sunrises And touch her like the gentle summer breeze Explore her like the deepness of the blue sea
As if I became deaf and blind
Climb her as if I never existed Like I was just a drawn leaf in the autumns of your life Stepped by the weight of your touches
Accept that glass of cheap red wine that she is offering you Sink all your fears inside it And then care for her
Like you never did for me Like you will never do
And when the moonlight is over, screw her Draw circles on her paper body And get drunk with her white, chubby spread legs
As for me, I am a firework in your starry sky I burst, I crush, I explode into thousand of butterflies And go away And fade away And fly away
As if I haven’t been here before As I will never be

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

It’ s (always) a matter of time

Συνήθισα πλέον να έρχεσαι τα κυριακάτικα βράδια
Να μου δίνεις φευγαλέες ματιές,
Σιωπηλά χαμόγελα
και να αφήνεις αστερόσκονη στα μαλλιά μου. 
Συνήθισα να χαϊδεύεις με ψιθύρους τα δάχτυλά μου
Και ύστερα να αγναντεύεις από το νοτιοδυτικό παράθυρο
κάποιο μοναχικό συννεφάκι στο βραδινό ουρανό.
Συνήθισα να φεύγεις κάθε φορά λίγο πριν με γνωρίσεις…

Γιατί το ξέρω, όπως και ‘συ άλλωστε
Είμαστε μόνοι…
Αλλά όταν σε αφήνω να μου κρατάς  το χέρι
καθώς με αποχαιρετάς στο σκαλοπατάκι της εξώπορτας
νιώθω πως μαθαίνω να περπατώ ξανά.
Ξέρεις, κανείς δεν έμαθε να περπατά μόνος.



Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

too weird to live... to rare to die...


Bρέχει...
Δεν ξέρω τι με ενοχλεί περισσότερο
Οι σταγόνες της βροχής που ψιθυρίζουν σαν τρελές πάλι στο μυαλό μου,
-ποτέ μου δεν φοβήθηκα τις λέξεις,
ο χτύπος του ρολογιού -παράξενο, πιο εκκωφαντικός απ'ότι συνήθως-
Εσύ, παρών με την απουσία σου.


Θέλω να πιάσω τον χρόνο
να τον γδάρω πάνω σε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου
να τον τεμαχίσω σε άπειρα κομματάκια ώσπου να χαθεί
να γίνομαι λευκό χαρτί και να με μουτζουρώνεις απ'άκρη σ'άκρη.

Και ύστερα ξανά να σέρνομαι να κλείνω τις μαύρες τρύπες που ανοίγεις.
Και να στροβιλιζόμαστε σαν αιώνιοι ομόκεντροι κύκλοι.

Ένα πλάσμα εφήμερο, αδύναμο, καμωμένο από λάσπη και ονείρατα. Μα μέσα μου νογώ να στροβιλίζονται όλες οι δυνάμεις του σύμπαντος...

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Οff line



Μην με ρωτάς για τίποτα,
δεν θα ξέρω ν' απαντήσω.
Ψάχνουμε ωκεανούς και η θάλασσα είναι ανάμεσά μας
βαθιά, βαθιά και απρόσωπη
να χωρίζει την ζωή σε άσκοπα τεταρτημόρια,
να δημιουργεί αποστάσεις που υπολογίζονται με έννοιες του ανοίκειου.
Και βυθιζόμαστε όλο και περισσότερο
σε από-πλανητικές θωπείες.


Και η αγάπη;
Μην με ρωτήσεις,
Δεν θα ξέρω να απαντήσω…
Μοιάζει σαν ένα αέναο κρυφτό στα στενά της Αθήνας,
μ’ όλη την ασφάλεια της στιγμής
και τα απρόοπτα της τύχης.
                                    

Μην με ρωτάς,
Δεν θέλω να απαντήσω
Είναι αργά πια...
Δεν θα υπάρξουν άλλες βροχερές βόλτες κάτω από την πουά ομπρέλα,
μόνο ανιαρές βροχερές μέρες που θα μένεις να παρατηρείς από την ασφάλεια του σπιτιού σου.
Και ούτε άλλα χτυπήματα στην πόρτα τις πρώτες πρωινές ώρες,
μόνο πισώπλατα.
                                      

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2011

This is not another love poem


Μικρές στιγμές, απειροελάχιστες,
Που χωράνε μέσα τους όλο τον κόσμο…
όπως τα βλέμματα που συναντάς σε άσκοπες βόλτες
ή όπως εκείνες τις λευκές περιοχές στην μισοτελειωμένη ζωγραφιά
που μείνανε να λαχταράνε κάποιο κομμάτι ουρανού.
Και κάθε άδεια κούπα καφέ,
Και κάθε στροφή στον καθρέφτη,
Και κάθε ξέχειλο τασάκι
σου υπενθυμίζει την έλλειψη
γιατί γυρεύοντας ανεμώνες κρυφτήκαμε απ’ την ζωή.
Μα εκείνη μπαίνει κάθε βράδυ στο σπίτι σαν κλέφτης
Παίρνει τα ξεχασμένα πράγματά σου απ' τις γωνίες

Βάφει ροζ τους λευκούς τοίχους
Βάζει τις ελπίδες σε φορμόλη
Και σε αφήνει ζωντανό…
Χαμένο στους υποθετικούς λόγους
να σκέφτεσαι πιθανότητες…

Και ‘συ;
Ποιες οι πιθανότητες να βρίσκεσαι κάπου εδώ έξω;
Ίσως αφηρημένος σε κάποιο στενό σκέφτεσαι κβαντικές μεταφυσικές
Ή σε κάποιο βρώμικο παγκάκι διαβάζεις Κέρουακ,
ή ίσως να ακροβατείς ξανά στην ευθεία που χωρίζει την θάλασσα από τον ουρανό
γράφοντας στίχους.

Περπατάμε παράλληλα
Καθώς μαθαίνω να ξεδιπλώνω σιγά σιγά την κλωστή σου.
Και αν τα λόγια μου αυτά χάνονται ξανά με το βραδυνό βοριαδάκι,
συγχώρεσέ με, φταίνε οι κοινές άσχημες συνήθειες.
Ίσως πάλι να φταίει απλά ο μουντός καιρός…


Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Αθήνα

Σε 515 χλμ. επιστρέφω στην καθημερινότητά μου,
Και ‘συ στην δική σου…

...και όλα ξαναρχίζουν απ’ την αρχή…
σαν να μην υπήρξαμε ποτέ εδώ.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010

27/06/08



















Πάντα έλεγες ότι η σοβαρότητα δεν μας ταιριάζει
Θυμάσαι;
Και να που τώρα στέκεσαι σιωπηλός απέναντί μου.
Μόνο μια λάμψη τρεμοπαίζει στα μάτια σου.
Μίλα μου…
Εγώ θα σε κοιτώ δήθεν αδιάφορα
και θα συμπληρώνω κάποια μισοτελειωμένη σου φράση…
Φθόγγους, λέξεις που δεν θα βγάζουν νόημα
αρκεί να βγαίνουν από το στόμα σου…
Μίλα μου…
Και εγώ θα αγγίζω δήθεν τυχαία
τα κουρασμένα σου, από τον καιρό δάχτυλα…
Πες μου για εκείνες τις ελπίδες που σε βαραίνουν,
για τα όνειρα που έστειλες σε κάποια εξορία
και τα βράδια επιστρέφουν για να στοιχειώσουν τους άσπρους τοίχους …
Όχι;
Δεν μπορείς;
Μα φυσικά, εφόσον
είμαστε καταδικασμένοι στον εγωισμό της μοναξιάς μας…
Μίλα μου…
Και ας φθινοπώριασε νωρίς ποτέ δεν είναι αργά…
…για να υπάρχεις…
…για να πονέσεις…
Η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τις ανεπάλληλες γρατσουνιές,
από όλα εκείνα που εξαφανίζονται,
όπως κάποιο πυροτέχνημα στον βραδινό ουρανό…
ή όπως εγώ.



Εντέλει,
δεν ήθελες εμένα, μα την απουσία μου…

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Συζητήσεις περί φαυλότητας




Είναι κάτι βράδια που νιώθεις όλο το μάταιο της ύπαρξης
να χαϊδεύει το γλυκό πρόσωπό σου
Να, σαν αυτές τις νύχτες που καθόμασταν ώρες στο πεζούλι,
προσπαθώντας να βρούμε αντικλείδια για μια πόρτα που ποτέ δεν θα άνοιγε
με τα πόδια γυμνά στα χώματα
και το κρύο σεντόνι της νύχτας να μας τυλίγει.
Πόσες και πόσες φορές δεν αναζητήσαμε
όλα τα σιωπηλά «γιατί», τα δειλά «δεν» και τα καταθλιπτικά «πρέπει»
σε κάποιο ραγισμένο αστέρι.
Ναι, σίγουρα τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά,
Να είχαν πάρει ίσως μια τροπή λιγότερο αδιάφορη
και περισσότερο χρωματιστή.
Όμως ο χρόνος είναι σαν την χαμένη πρώτη σου αγάπη.
Ποτέ δεν γυρίζει πίσω.
Και έτσι αναγκάζεσαι να προχωράς
σ’ έναν δρόμο που δεν έχει αφετηρία ή προορισμό.
να συνεχίζεις δίχως να γυρνάς πίσω το κεφάλι,
και να βρίζεις το δάκρυ που πάει να σπάσει στα μάτια σου.
Γιατί αν και ασήμαντος
είχες την ψύχωση να ονειρεύεσαι
και το θράσος να τραγουδάς την θλίψη.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

Τρέχα στο άγνωστο, μα όταν φοβηθείς έλα στον γνώριμο μονοπάτι


Μ' ένα μπογαλάκι όνειρα ξεκίνησες τρελή ψυχή μου
ν' αναζητήσεις τον παράδεισο στο αχανές κάπου...
άφησες πίσω τους άγονους, κόκκινους κάμπους,
τους βασανιστικούς ελεύθερους ουρανούς
και τα ροζιασμένα χέρια του γείτονα.
Σ' ένα χαρτί έσπειρες όλες τις ελπίδες.
Και περίμενες...
Και ονειρευόσουν...


Και ήλπιζες...
σαν ξένος στο άγνωστο
δίχως όνομα, δίχως Εγώ
μόνο μ' ένα ζευγάρι μάτια γεμάτο απορίες
και κάτι σκισμένα παπούτσια.
Με την ελπίδα να σε περιγελά
και την μοίρα να φτιάχνει δικούς της κανόνες στο παιχνίδι...
Ναι, συνέχιζες να ονειρεύεσαι
πέρα από τους νεκρούς,
πέρα από τις σημαίες,
πέρα από τα συνθήματα.
Και άντεχες...
Και υπέμενες...
Και συνέχιζες...
Γιατί τόση ελευθερία ποτέ δεν σε φόβισε...
Γιατί ήξερες και μπορούσες…





...γιατί ήλπιζες ότι κάποιο γλυκό χάραμα θα γυρνούσες πίσω